Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Προσφυγή Αρ. 30/2005
Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατά Ελλάδας
Περίληψη της Έκθεσης (Απόφασης) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων προς την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης
Την 1η Ιουλίου 1998 τέθηκε σε ισχύ το Πρόσθετο Πρωτόκολο στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, το οποίο καθιερώνει Μηχανισμό Συλλογικών Προσφυγών. Η νέα αυτή διαδικασία επιτρέπει την υποβολή συλλογικών προσφυγών για παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη [«ο Χάρτης»] στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων [«η Επιτροπή»] από συγκεκριμένες οργανώσεις, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλου. Μεταξύ των οργανώσεων αυτών περιλαμβάνονται και οι Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις [«ΜΚΟ»] που απολαμβάνουν συμβουλευτικού καθεστώτος με το Συμβούλιο της Ευρώπης και που απαριθμούνται στον ειδικό κατάλογο που κατήρτισε για τον σκοπό αυτόν η Κυβερνητική Επιτροπή. Το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου [«ΙΜΔΑ»] είναι η μόνη ΜΚΟ με έδρα την Ελλάδα η οποία περιλαμβάνεται στον ειδικό αυτόν κατάλογο.
Την 4η Απριλίου 2005, το ΙΜΔΑ κατέθεσε προσφυγή κατά της Ελλάδας [Αρ. 30/2005, «η Προσφυγή»], στην οποία υποστήριξε ότι το Κράτος παραβίασε κατ’ αρχήν το άρθρο 11 του Χάρτη [Δικαίωμα για Προστασία της Υγείας], διότι δεν προέβλεψε τις βλαβερές συνέπειες στο περιβάλλον από την εκμετάλλευση του λιγνίτη, ούτε ανέπτυξε στρατηγικές πρόληψης και καταπολέμησης των κινδύνων για την υγεία των πληθυσμών που ζουν στις περιοχές εκμετάλλευσής του. Το ΙΜΔΑ υποστήριξε επίσης ότι το Κράτος παραβίασε το άρθρο 3§§1 και 2 του Χάρτη [Δικαίωμα για Ασφαλείς και Υγιεινές Συνθήκες Εργασίας], διότι δεν έχει καθιερώσει επαρκές νομοθετικό πλαίσιο το οποίο να εγγυάται την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στα λιγνιτωρυχεία, ούτε έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας. Κατά το ΙΜΔΑ, το Κράτος παραβίασε επίσης το άρθρο 2§4 [Δικαίωμα για Δίκαιες Συνθήκες Εργασίας], διότι δεν έχουν προβλεφθεί για τους εργαζομένους μείωση της διάρκειας εργασίας ή συμπληρωματικές άδειες με αποδοχές, όπως το άρθρο απαιτεί. Την 10η Οκτωβρίου 2005 η Επιτροπή απέρριψε τις ενστάσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης κι έκρινε την Συλλογική Προσφυγή παραδεκτή, θέτοντας σε κίνηση τη διαδικασία εξέτασης της ουσίας της.
Την 6η Φεβρουαρίου 2007 η Επιτροπή αποφάσισε επί της ουσίας της υπόθεσης, καταλήγοντας ότι υπάρχει παράβαση από το Κράτος των άρθρων 11, 3§2 και 2§4 του Χάρτη, ενώ δεν δέχτηκε παράβαση του άρθρου 3§1.
Εξετάζοντας το άρθρο 11, η Επιτροπή δήλωσε κατ’ αρχήν ότι, με την ευκαιρία της παρούσας προσφυγής, θα διασαφήσει την έκταση και το περιεχόμενο του δικαιώματος σε υγιεινό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 11 το οποίο ορίζει:
Άρθρο 11 – Δικαίωμα για προστασία της υγείας
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για προστασία της υγείας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν είτε απευθείας είτε με τη συνεργασία δημόσιων και ιδιωτικών οργανώσεων, κατάλληλα μέτρα που θα αποσκοπούν ιδίως:
1. Να εξαφανίζουν κατά το δυνατό τα αίτια μη ικανοποιητικής υγείας.
2. Να προβλέπουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαφώτισης σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της υγείας και την ανάπτυξη της συναίσθησης ατομικής ευθύνης στον τομέα της υγείας.
3. Να προλαβαίνουν κατά το δυνατό, τις επιδημικές, ενδημικές και άλλες ασθένειες.
Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 11§1, διότι το Κράτος δεν αποδεικνύει με κανέναν τρόπο την αποφασιστικότητά του να βελτιώσει σε εύθετο χρόνο την κατάσταση του περιβάλλοντος, κι αυτό επιβεβαιώνεται κατ’ αρχήν από το γεγονός ότι το Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Εκπομπών [«το Σχέδιο»] που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ προβλέπει αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 39,2% έως το 2010, μολονότι η Ελλάδα έχει δεσμευτεί από το Πρωτόκολο του Κιότο να αυξήσει τις εκπομπές τους έως 25%. Παράλληλα, το Κράτος καταφεύγει στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του βάσει του Σχεδίου. Εξάλλου, ο έλεγχος εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας είναι σχεδόν ανύπαρκτος, καθώς το Σώμα Επιθεωρητών Περιβάλλοντος αδυνατεί να λειτουργήσει λόγω σοβαρών ελλείψεων προσωπικού, ενώ σε περιπτώσεις που διαπιστώνονται παραβιάσεις των ορίων εκπομπής αερίων, οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις Αρχές δεν είναι επαρκώς αυστηρές κι αποτρεπτικές, ούτε επηρεάζουν ουσιαστικά τις εκπομπές αυτές. Περαιτέρω, παρά τις παρατηρήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, ορισμένοι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί [«ΑΗΣ»] λειτουργούν βάσει ενιαίας προσωρινής άδειας, διάρκειας 8 ετών, χωρίς την εκ των προτέρων έγκριση περιβαλλοντικών όρων για τον καθένα, γεγονός που μαρτυρά ότι οι Ελληνικές Αρχές δεν αποδίδουν την προσήκουσα σημασία στη διαδικασία έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων των ΑΗΣ. Τέλος, το Κράτος δεν λαμβάνει όλα τα μέσα για την προσαρμογή του εξοπλισμού των ορυχείων και των ΑΗΣ στις «βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» καθώς οι πρωτοβουλίες της ΔΕΗ προς τον σκοπό αυτόν εκδηλώνονται με βραδύτητα, είναι αποσπασματικές, ή αποτελούν απλά αντικείμενο μελλοντικού προγραμματισμού.
Σε σχέση με το άρθρο 11§§2 και 3, η Επιτροπή έκρινε ότι, μολονότι το νομοθετικό πλαίσιο της Ελλάδας κρίνεται επαρκές ως προς τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη περιβαλλοντικών αποφάσεων, στην πράξη το πλαίσιο αυτό δεν εφαρμόζεται. Εξάλλου, οι ελληνικές αρχές δεν δημοσιοποιούν ούτε παρέχουν πληροφορίες σχετικές με το περιβάλλον, ακόμη κι όταν τους έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα. Τα στοιχεία που παρέχει το Κράτος φανερώνουν ότι αυτό δεν ασκεί αποτελεσματική πολιτική ενημέρωσης και ανάπτυξης της συναίσθησης ατομικής ευθύνης, ούτε καν σε επίπεδο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τέλος, το Κράτος έχει λάβει ελάχιστα μέτρα για την οργάνωση της επιδημιολογικής παρακολούθησης των θιγόμενων πληθυσμών, καθώς, στα 45 χρόνια εκμετάλλευσης του λιγνίτη, έχουν πραγματοποιηθεί μόνον δυο επιδημιολογικές μελέτες, οι οποίες κάλυπταν μέρος μόνον των θιγόμενων περιοχών, ενώ καμία μελέτη νοσηρότητας δεν διενεργήθηκε στις κοινότητες που βρίσκονται κοντά στους ΑΗΣ.
Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 3§2 του Χάρτη το οποίο ορίζει:
Άρθρο 3 – Δικαίωμα για ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
2. Να καθορίζουν μέτρα ελέγχου της εφαρμογής των κανονισμών αυτών
Εξετάζοντας το άρθρο 3§2, η Επιτροπή τόνισε κατ’ αρχήν ότι ο έλεγχος εφαρμογής των κανονισμών για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος που θεμελιώνεται στο άρθρο 3. Έτσι, η Επιτροπή συμπέρανε ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 3§2 διότι όπως αναγνωρίζει η Κυβέρνηση, και βάσει των στοιχείων που προσκόμισε το ΙΜΔΑ, ο έλεγχος των ορυχείων και των λατομείων είναι ανεπαρκής λόγω έλλειψης προσωπικού. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα παραβιάζει την υποχρέωσή της να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο της εφαρμογής των κανόνων υγιεινής κι ασφάλειας στην εργασία, κυρίως διότι αναγνωρίζει την έλλειψη επαρκούς προσωπικού και δεν είναι σε θέση να παρέχει ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των εργατικών ατυχημάτων στα ορυχεία.
Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 2§4 το οποίο ορίζει ότι:
Άρθρο 2 – Δικαίωμα για δίκαιες συνθήκες εργασίας
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για δίκαιες συνθήκες εργασίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
4. Να εξασφαλίζουν στους εργαζόμενους που απασχολούνται σε ορισμένες επικίνδυνες ή ανθυγιεινές εργασίες είτε τη μείωση της διάρκειας της εργασίας είτε συμπληρωματική άδεια με αποδοχές
Η Επιτροπή έκρινε ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου διότι το Κράτος εναπόθεσε στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας την λήψη μέτρων για την αποτελεσματική εφαρμογή του, μολονότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παραπάνω διάταξη. Επιπλέον, το Κράτος δεν έλαβε κανένα μέτρο, ούτε καν εκ των υστέρων, για να διασφαλίσει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που θεμελιώνονται στο άρθρο 2§4.
Σχετικά με το άρθρο 3§1, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχει παράβαση. Το άρθρο ορίζει:
Άρθρο 3
Δικαίωμα για ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
1. Να εκδίδουν κανονισμούς ασφάλειας και υγιεινής
Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχει παράβαση διότι, λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα, δεν θεμελιώνεται έλλειψη ειδικών διατάξεων για τη ρύθμιση των επαγγελματικών ασθενειών. Εξ’ άλλου, για συμμόρφωσή του με το άρθρο 3§1, το Κράτος δεν υποχρεούται να θεσμοθετήσει ένα ειδικό καθεστώς ασφάλισης και αποζημίωσης των επαγγελματικών ασθενειών κι αναπηριών, αν και η πλειοψηφία των Συμβαλλομένων Κρατών έχει υιοθετήσει τέτοιο ειδικό καθεστώς. Τέλος, η Επιτροπή δεν εξέτασε το επιχείρημα του ΙΜΔΑ που αφορούσε τον ανεπαρκή αριθμό ιατρών εργασίας, διότι θεώρησε ότι η υποχρέωση των κρατών να εγκαθιδρύσουν σταδιακά υπηρεσίες υγείας στην εργασία θεμελιώνεται στον Αναθεωρημένο Χάρτη, τον οποίο η Ελλάδα δεν έχει κυρώσει ακόμη.
Ληπτέα μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης
Το ΙΜΔΑ αναγνωρίζει την εθνική και τοπική σημασία του λιγνίτη και συμμερίζεται τη συμβολή των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ στην οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλόπολης. Ωστόσο η ανάπτυξη μπορεί και πρέπει να συμφιλιωθεί με την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος. Για το σκοπό αυτό, το ΙΜΔΑ ζητά από το Ελληνικό Κράτος να λάβει τα ακόλουθα μέτρα για την προστασία της υγείας των κατοίκων των περιοχών αυτών:
1. Πλήρη και ουσιαστική εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και νομολογίας: έγκριση εξατομικευμένων περιβαλλοντικών όρων προ της ατομικής αδειοδότησης για κάθε εγκατάσταση λιγνιτικών δραστηριοτήτων.
2. Ενίσχυση των υπηρεσιών επιθεώρησης περιβάλλοντος για το σεβασμό των περιβαλλοντικών όρων με στόχο τη μείωση της ρύπανσης. Συγκεκριμένα: (α) αύξηση του αριθμού των επιθεωρητών και των επιτόπιων ελέγχων, ώστε να καλύπτεται το μεγαλύτερο ποσοστό των εγκαταστάσεων, (β) επιβολή μέτρων αποτελεσματικής μείωσης της ρύπανσης, τα οποία θα αποτρέπουν την επανάληψη της παραβίασης στο μέλλον.
3. Απομάκρυνση όλων των παλαιών και ρυπογόνων τεχνολογιών και συνεχής προσαρμογή στις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές για την αποτελεσματική μείωση των εκπομπών ρύπων, σύμφωνα με την Οδηγία 96/61 για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC) από τις βιομηχανικές δραστηριότητες.
4. Ουσιαστική ενημέρωση και συμμετοχή των κατοίκων και των ενδιαφερομένων οργανώσεων στον προγραμματισμό και τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον.
5. Χρηματοδότηση μελετών για τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, που προκαλούν οι λιγνιτικές δραστηριότητες, στην υγεία των κατοίκων. Υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων πρόληψης των κινδύνων και συστηματική ενημέρωση με βάση τις εξελίξεις της επιστήμης.
6. Ενίσχυση των μηχανισμών επίβλεψης, πρόληψης και επιβολής της νομοθεσίας για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία (Επιθεώρηση Μεταλλείων και Σ.ΕΠ.Ε).
7. Νομοθετική πρόβλεψη είτε μείωσης της διάρκειας της εργασίας είτε συμπληρωματικής άδειας με αποδοχές ως μέτρα αντιστάθμισης των επικίνδυνων και ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας στα ορυχεία.
8. Επικύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
Το ΙΜΔΑ θα παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Κράτους παραμένοντας σε στενή επαφή με τις τοπικές αρχές και την τοπική κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου